- πτερυγώ
- -όω, Α [πτέρυξ, -υγος]1. δίνω φτερούγες σε κάποιον, εξοπλίζω κάποιον με φτερούγες2. μεσ. πτερυγοῡμαι, -όομαιφτερουγίζω, κινούμαι γρήγορα προς κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πτερυγούμαι — έομαι, Α βλ. πτερυγῶ … Dictionary of Greek